ωνεακός

ωνεακός
-ή, -όν, Μ [ὠνή]
1. ο ὠνειακός*
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠνεακόν
η ωνεακή συγγραφή
3. φρ. «ὠνεακὴ συγγραφή» — χειρόγραφο με τους όρους πώλησης (Ιουστιν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”